- χειρωνακτικῆς
- χειρωνακτικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
βιομηχανοποίηση — η 1. μετατροπή βιοτεχνίας ή άλλης χειρωνακτικής εργασίας σε βιομηχανία 2. μετατροπή χώρας από γεωργική σε βιομηχανική 3. εκμετάλλευση πρώτης ύλης με βιομηχανικά μέσα 4. τυποποίηση και μαζική προσφορά κοινωνικών ή πνευματικών εκδηλώσεων, με τρόπο… … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… … Dictionary of Greek
προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… … Dictionary of Greek
χρονοκυκλογραφία — η, Ν μέθοδος κινησιολογικής μελέτης τής εργασίας, βασιζόμενη στη φωτογραφική αποτύπωση τών κινήσεων τού εργάτη κατά την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας, με στόχο την αύξηση τής αποδοτικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronocyclography … Dictionary of Greek
εργαλεία — Όργανα για τη διευκόλυνση της χειρωνακτικής εργασίας. Σήμερα, παρά την ύπαρξη μιας ευρύτατης κλίμακας εργαλειομηχανών, είναι πολλές ακόμα οι εργασίες που γίνονται από το χέρι του ανθρώπου και πολλά συνεπώς τα αναγκαία ε. Αν σκεφτούμε π.χ. τη… … Dictionary of Greek
Μουρ, Τόμας — I (Sir Thomas More, Λονδίνο 1478 – 1535). Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής. Μορφή πρώτου μεγέθους στην αυλή του Ερρίκου H’, υπήρξε, από το 1532, καγκελάριος του βασιλείου. Δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ του διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της… … Dictionary of Greek